λιβανόχρους

λιβανόχρους
λιβανόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα τού λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + -χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό-χρους, μελανό-χρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιβανόχρους — frankincense coloured masc/fem nom pl λιβανόχρους frankincense coloured masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”